3.10.07

« Σβηστούλης »


Η εξομολόγηση ενός αξιοσέβαστου …κρουνού

Για σας...Ονομάζομαι ‘Σβηστούλης’. Είμαι ένας κομψός, κυλινδρικός και, -ας μου επιτραπεί να αυτοεπαινεθώ-, αρκετά ομορφούλης και τσαχπινούλης, κατακόκκινος πυροσβεστικός κρουνός σε μια πλαγιά ενός λόφου της Ηλείας, στις παρυφές της κοιλάδας του Αλφειού. Δεν είμαι ένας από τους πολλούς διάφορους κρουνούς, που μπορείτε να βρείτε να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στα πάρκα και στις πλατείες των σύγχρονων πόλεων ή να περικυκλώνουν διασκορπισμένοι και με γεωμετρική ακρίβεια κάθε περιαστική δασική έκταση. Δεν είμαι τυχαίος… Το άστρο της ζωής μου επεφύλαξε το καθήκον να επιβλέπω και να προστατεύω την κοιτίδα του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, την ιερή κοιλάδα της Ολυμπίας. Λαμπροί επιστήμονες απ΄όλο τον κόσμο κατέθεσαν τις γνώσεις τους και την ψυχή τους στην κατασκευή μου και πολλά επίσημα χείλη αναφέρθηκαν με καμάρι στο μεγαλείο της ύπαρξης μου. Κανονικά θα έπρεπε να τρίζω από περηφάνια, λασκάροντας με έπαρση τα σφιχτοδεμένα μου μπουλόνια. Όμως…, παρ’ όλα αυτά, παραμένω σιωπηλός και απογοητευμένος. Και κάπως μπερδεμένος. Αλλά ας πάρω τα πράγματα απ’ τήν αρχή.

Θυμάμαι την μέρα της δημιουργίας μου. Πόση περηφάνια και συγκίνηση αισθάνθηκα όταν στήθηκα στα πόδια μου και το φρεσκοβαμμένο από τα χεριά του δασικού υπαλλήλου σώμα μου, που μοσχομύριζε νικέλιο και νέφτι, είχε σκεπάσει ακόμα και αυτές τις δυνατές μυρωδιές από πεύκο και ρετσίνι που γέμιζαν την ατμόσφαιρα. Θυμάμαι με τι στοργή και σοβαρότητα διάφοροι επίσημοι από την αρχαιολογία και την πυροσβεστική, με έδειχναν, γεμάτοι σιγουριά και αυτοπεποίθηση, στις διαφορές επισκέψεις τους εκεί. Και τις κομψές ξεναγούς στις ανοιξιάτικες εκδρομές, που επιστρατεύοντας κάθε τεχνολογική γνώση, εξηγούσαν χαρούμενες στους πολύβουους τουρίστες, για την ανεκτίμητη χρησιμότητα και τον ρόλο μου, στην ζωή του αρχαιολογικού χώρου. Όλα αυτά με γέμιζαν περηφάνια και αυτοπεποίθηση και με έκαναν ακόμα πιο αποφασιστικό, να επιτελέσω με ζήλο το έργο μου και να εξυπηρετήσω καλύτερα τον δημιουργό μου.

Όπως ξέρετε η ζωή ενός κρουνού είναι παράξενη. Είναι μια ζωή αναμονής. Μέχρι να εκδηλωθεί το κακό μιας αναπάντεχης πυρκαγιάς, που θα μου δώσει την ευκαιρία να βγω στο προσκήνιο και με χαρά να συνεισφέρω στην κατάσβεση της, εκπληρώνοντας τον σκοπό της ύπαρξης μου σ’ αυτήν την πλάση. Περίμενα λοιπόν μέρες ατέλειωτες, χρόνια ολόκληρα, παρέα με τα τιτιβίσματα των πουλιών και τις πολύχρωμες φωνές των διαφόρων τουριστών. Περίμενα μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή για να δείξω σ’όλο τον κόσμο το πόσο αξίζω και το πόσο καλός και συνεπής είμαι πάνω στην δουλειά μου. Και η στιγμή αυτή δεν άργησε να έρθει. Δυστυχώς γι' αυτούς που αγαπούν την φύση και την εξοχή. Ευτυχώς για μένα. Ήταν την περασμένη Κυριακή το μεσημέρι.

Την φωτιά την κατάλαβα αρκετά νωρίς, ο καυτός αέρας κουβαλούσε από πέρα σύννεφα στάχτης και γκρίζου πυκνού καπνού και αμέσως ένοιωσα μεγάλη αναστάτωση να κυριεύει όλα μου τα μέλη. Ήρθε η ώρα επιτέλους, σκέφτηκα. Η ώρα για την οποία άξιζε να ζήσω, ακίνητος και καρφωμένος στο μαλακό χώμα, τόσα χρόνια. Όλα μου τα μόρια τέθηκαν επιφυλακή και η αγωνία επεκτάθηκε σε κάθε σιδερένια και μεταλλική βαλβίδα του συμπαγούς σώματος μου, μέχρι την μακριά λαστιχένια κάνουλα, μέσω της οποίας θα εκπλήρωνα την εμπιστοσύνη που μου είχαν δείξει, εκτοξεύοντας τόνους νερού μέσα απ’ τα σωθικά μου. Ήμουν έτοιμος να ξεράσω, με δύναμη και τόλμη, όλο το απαραίτητο κατασβεστικό υγρό, και ακόμα περισσότερο, όχι μόνο για να σώσω και να περιφρουρήσω την δική μου περιοχή ευθύνης, αλλά και ολόκληρο το χώρο, που είχε αρχίσει να υποκύπτει μοιρολατρικά στις φλόγες που την ζύγωναν από παντού. Και όσο αύξανε το μέγεθος της πυρκαγιάς και όσο πιο πολύ πανικοβαλλόταν όλοι, τόσο πιο πολύ γιγάντωνε μέσα μου η δύναμη και η διάθεση για επέμβαση, μια και τόσο τρομερές ευκαιρίες για ηρωισμούς, δεν παρουσιαζόταν παρά μονό μια φορά στην ζωή σου, και αν...Ήμουν σίγουρος πως το άστρο μου είχε, τελικά, ανατείλει και ευγνωμονούσα την τύχη μου γι' αυτό. Το μονό που περίμενα πια ήταν ένα χέρι, ένα σταθερό πυροσβεστικό χέρι, που θα γυρίσει την στρόφιγγα, με υπομονή και τέχνη και θα απελευθερώσει το νερό από τα σπλάχνα μου. Α λ λ ά.....

Αλλά, δυστυχώς, το χέρι αυτό δεν με άγγιξε ..ποτέ. Το πύρινο κύμα πέρασε από πάνω μου με περικύκλωσε, τσουρουφλίζοντας το μεταλλικό μου δέρμα και έφυγε να κατασπαράξει και άλλες εκτάσεις ,κάνοντας το τοπίο επίπεδο και γυμνό. Εγώ μέχρι το τέλος περίμενα...,πιστός στο πατροπαράδοτο καθήκον μου. Άκουγα, πως κάπου μακριά, άνθρωποι αλαφιασμένοι έτρεχαν και πάλευαν με τις φλόγες με κάθε μέσο και οι περισσότεροι στήριζαν τις ελπίδες τους για επιτυχία στα παλαιομοδίτικα αεροπλάνα, που δεν ήταν και στην θέση τους εκείνη την μέρα. Αυτό μου κακοφάνηκε... Ακούς εκεί αεροπλάνα...Να κερδίσουν αυτά την δόξα. Και εμείς τι ρόλο παίζουμε δηλαδή...Ευτυχώς που δεν κέρδισαν καμία δόξα, (από χαζομάρα τους τελικά, που δεν πέταξαν εγκαίρως). Ενώ, εγώ... Έβλεπα την δόξα να ξεγλιστρήσει από τα χεριά μου και μου ερχόταν να εκραγώ. Ήθελα να φωνάξω, να ουρλιάξω καλύτερα, πως μέσα σ' αυτήν την κοσμοχαλασιά ήμουν εκεί, υπήρχα και θα μπορούσα να τους βοηθήσω…. Αλλά δυστυχώς αχνά δεν έβγαινε, απ'τα τρεμάμενα μελή μου. Οι ήχοι είναι πλεονέκτημα άλλων, πιο σοβαρών πλασμάτων. Κανένας δεν μου έδινε σημασία. Με είχαν ξεχάσει... Και δεν μπορώ να καταλάβω και να κατανοήσω το γιατί....

Τώρα πια όλα έχουν τελειώσει, η φωτιά έχει επιτέλους σβήσει και' γω παραμένω ακίνητος και αειθαλής, δίπλα στα καπνισμένα μάρμαρα, τραγικό ενθύμιο, ενός πολλά υποσχόμενου παρελθόντος. Δεν αντιλαμβάνονται πόσο μεγάλο κακό μου έχουν κάνει. Με τι κουράγιο και με ποια μούτρα θα συνεχίσω την ύπαρξη μου, σ’ αυτόν τον ιερό χώρο. Πως αντικρύσω ξανά τα μυρωδάτα κλαδιά από πευκοβελόνες που θα με γνέφουν γεμάτα εμπιστοσύνη και ελπίδα. Τι θα πω σ' εκείνα τα μελαγχολικά αγάλματα, που θα αγναντεύουν με σιγουριά από το παράθυρο του μουσείου το λείο σιδερένιο κέλυφος μου, με ακλόνητη πίστη στην προστασία που τους παρέχω. Άραγε θα με πιστέψουν πια, από δω και στο εξής... Έχω χάσει την εκτίμηση στο πρόσωπο του κόσμου που με περιβάλλει. Νοιώθω πλέον άχρηστος, εξοφλημένος. Θέλω να ξεριζωθώ και να φύγω μακριά αποδώ. Να χωθώ σε μια άκομψη στερεά μάζα από μπετόν, μακριά, σε κάποια πόλη... Δεν φαντάζονται, ποσά ψυχολογικά προβλήματα μου έχουν φορτώσει, στα καλά καθούμενα. Εσείς, άραγε, μπορείτε να μου πείτε ποιος φταίει... Και το γιατί.. Πριν αρχίσω να επισκέπτομαι τον ψυχαναλυτή μου.---

30-08-2007

ΚΩΣΤΑΣ ΚΙΤΣΟΣ

Email:kkitsos@tee.gr

Σημείωση:

Το παραπάνω κείμενο προδημοσιεύτηκε, παραλλαγμένο και με αλλαγές στα τοπωνύμια, στην εφημερίδα ‘ΕΞΩΣΤΗΣ’ πριν από χρόνια, αναφερόμενο σε διαφορετική πυρκαγιά, αλλά οι παραλληλισμοί, με την καταστροφή της Πελοποννήσου, έκαναν επιτακτική την ανάγκη να το ξαναδημοσιεύσω…

Δεν υπάρχουν σχόλια: