29.9.07

Aπό Ψηλά


Χιλιάδες σκιερές φιγούρες

ανάμεσα σε καλοβαλμένους τσιμεντόλιθους

σειρά γκρίζα σύννεφα επί γης

κι ο ουρανός αξιοθέατο για λίγους

αργόσχολους ρομαντικούς

κι ένα δώρο στους νεκρούς

Παλεύω να σωθώ

απ’ του μυαλού μου τις οδύνες

χρονοπαίγνια και φωταψίες

που δακρύζουν στερνούς χαιρετισμούς πιστών

σε τι;

Μήπως στο απόσταγμα των σκέψεων και των

κινήσεων

που το φωνάζουμε αλήθεια;

Ή στην κραυγή που σου ματώνει το στήθος

μα εναλλάσεται μονάχα με καπνισμένες καμινάδες

τραίνων;

Σε ποιόν φωνάζω και τί θέλω να πω;

Σε καρούλια ή σε ανθρώπους που ολισθαίνουν

σε απέραντη ευθεία περίπου δέκα έτη απόσταση;

Ή μήπως βολεύτηκα κι εγώ χορτάτος στου νου μου

το καρούλι και κουνάω μόνο όταν πεινάει το σώμα;

Κάθομαι σ’ έναν βράχο μακρυά σας

κι αναρωτιέμαι τι’ ναι αυτό που σκέφτομαι πια πρώτο

Πόσο μεγάλος φαντάζω αφού σας κλείνω

όλους μαζί στη χούφτα μου

Ή πόσο μικρός δείχνω από ‘κει κάτω

Πόσο μικρός και αστείος και μουντός

Κι η χούφτα...δε φαίνεται από εκεί

Την κάλυψε το φως της ελπίδας

Αν πηδήξω θα’ μαι στάχτη από κάτι που καιγόταν

σιωπηλά, σ’ ένα χρηματοκιβώτιο με κρυμμένο κωδικό.

Αν κατέβω δίπλα στον εργάτη που με χάζευε στο λιμάνι

ή στον εισαγγελέα που σήκωσε για λίγο το κεφάλι

πίσω από το παράθυρο του γραφείου του

θα συνεχίσω απλά να σιγοκαίω

δίπλα στον Χριστιανό ιερέα με περιφέρεια Βούδα

που γευματίζει γονυπετής μπρος στο φιλόπτωχο

στον μεθυσμένο από ιδέες, φοιτητή, που ξεχνά ή δε μαθαίνει

ποτέ πριν πιεί

χώρα πρεοέλευσης κι ονόματα...θα σιγοκαίω

στον ναρκομανή που γνωρίζει και προέλευση κι ονόματα

για ν’ αγοράσει όνειρα κλεμμένα απ’ τον ίδιο.

Στον οδηγό του μεγάλο-αστικού και στον επιβάτη που γαντζώνεται γερά απ’ τη χειρολαβή και δεν πατά κουμπί για να κατέβει.

Θα σιγοκαίω... στη θράκα που ‘φτιαξα για μένα από εμένα

και δε σβήνω εύκολα, έχω στιβάξει κύτταρα σωρό για κάρβουνο

για να εκτοξεύω σπίθες σε τζάκια και συνοικιακά χαμόκλαδα.

Εσύ, με το έθνος στο μανίκι

Το πάτωμα του κουρείου γέμισε τρίχες καλοχτενισμένες

και κομμένους φαλλούς

Δεν κόβω το μαλλί και δεν παύω να μιλώ

Άφησε εσύ την ψυχή σου να μακραίνει

ως εκεί που φθάνει το χέρι ενός περαστικού

κι όχι το στήθος της Μαρίας

Και δεν βγάζω το σκουλαρίκι

Ας πούμε πως μου το χάρισε η ίδια η Μαρία

που μπορεί να την λέγανε και Παύλο αλλά η κίνηση μετράει...

Ποια είναι η δική σου δικαιολογία;

Θα μου πεις τι δείχει η γραβάτα;

Εγώ λέω τ’ αδύνατο σημείο σου...

Δεν αφήνω την κιθάρα, ούτε την πένα ή το πινέλο

Ευτυχώς μου ‘μεινε αρκετό αίμα και ιδρώτας

να σταλάζω στο πανί, στο χαρτί και στο ηχείο

Κι όταν θα παίζω

να χειροκροτάς στις πρώτες θέσεις

για την ικανότητα μου, την υποκριτική

Και θα υποκλίνομαι από το σπίτι μου μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο

πίσω στο γραβατωμένο μου «κοινό»

Σ’ εσένα που υποδύεσαι, ενώ εγώ ζω μια ζωή απλήρωτος κομπάρσος.

Σ’ αφήνω μετά να συνεχίσεις τη συνουσία με τις χιλιάδες

θαρραλέες φαντασίες των ευνούχων σου.

Ίντσα την ίντσα σχηματίζεις βάλανο μωρού

και κατουράς στου τάφου σου τον λάκκο

Μα τι μανία έχουν τα μωρά με το πουλί τους;

Το τραβανε την ώρα των μεγάλων αποφάσεων...

Και μετά το γέλιο –πάυση.

Ρολλά στα μάτια, SMS και φύγαμε, πού πάμε;

Καβουράκι σε κεφάλι με extension

και μπερέ μ’ επωνυμία Τσιμισκή

Χαϊμαλιά και βρώμικα σκισμένα τζην,

καρφιά bulldog στα χέρια και τρύπα στο χείλι

Για να φεύγουν λεπίδες όταν μιλάς ή για να φτύνεις πιο ίσια;

Χαιρόμαστε γι’ αυτά που μας ενώνουν αδέρφια

και μας θέλουν στους δρόμους μαχητές ιδανικών

να ουφλιάζουμε εναντίον όσων έτσι κι αλλιώς

κουβαλάμε επάνω μας.

Για δημόσιες αξίες, κάτι σαν τις δημόσιες τουαλέτες

Ας φωνάζουμε για κάτι που υποστηρίζουμε πιστότερα

κάτι υπιότερο και αληθινό κι έχει και καζανάκι

Δεν θα χρειάζεται να ματώνεις το λαιμό σου για να ρίξεις

νόμους στους βόθρους της πόλης.

Δεν κόβω το μαλλί και δεν παύω να μιλάω

Δε βγάζω το σκουλαρίκι της Μαρίας ή του Παύλου

ούτε μπροστά στα παιδιά

Τα’ χετε μάθει να ακούνε,

ας ακούσουν κάτι αληθινό

Βάφω κόκκινη τη κιθάρα, το πινέλο και τη πένα

Τα κουβαλάω στη καρδιά για να μη φαίνονται

Και θα σιγοκαίω

Και τις δυνατές φωτιές μόνον χώμα αρκετό τις σβήνει...

ΜΑΝΟΣ ΚΑΡΔΑΡΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: